χωματουργία

χωματουργία
η земляные работы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χωματουργία" в других словарях:

  • χωματουργία — η, Ν [χωματουργός] χωματισμός …   Dictionary of Greek

  • χωματουργία — η 1. το μέρος της δομικής που εξετάζει τον τρόπο της εκτέλεσης χωματισμών. 2. εκτέλεση χωματουργικών έργων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωματισμός — ο, ΝΑ [χωματίζω] η ενέργεια τού χωματίζω νεοελλ. συν. στον πληθ. οι χωματισμοί η εκτέλεση και το σύνολο τών εργασιών εκσκαφής, αναμόχλευσης, μετατόπισης και συσσώρευσης χωμάτων εν όψει τής κατασκευής ενός τεχνικού έργου, αλλ. χωματουργία αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • χωματουργικός — ή, ό, Ν [χωματουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωματουργία, στους χωματισμούς (α. «χωματουργικά έργα» β. «χωματουργικά μηχανήματα») …   Dictionary of Greek

  • χωματουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωματουργία ή στο χωματουργό: Κάνει χωματουργικά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»